Νέα Υόρκη: Τη διαχείριση του σωματικού βάρους με βάση το μοναδικό γονιδίωμα του κάθε ανθρώπου προτείνουν Ιταλοί ερευνητές υποστηρίζοντας ότι οι γενετικές διαφορές στο DNA επιτρέπουν σε κάθε οργανισμό να μεταβολίζει διαφορετικά τις τροφές, άρα η διατροφή μπορεί να εξατομικευθεί.
Σύμφωνα με στοιχεία που δημοσιεύθηκαν στο New Scientist, επιστημονική ομάδα του Πανεπιστημίου της Τεργέστης, με επικεφαλής τον Δρ Νικόλα Πιράστου, παρουσίασαν στοιχεία στο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Ανθρώπινης Γενετικής στο Μιλάνο σύμφωνα με τα οποία η διατροφογενωμική (ή διατροφογενετική) μπορεί πλέον να αξιοποιηθεί καλύτερα, χάρη και στις συνεχείς τεχνολογικές βελτιώσεις στην ανάγνωση του ανθρωπίνου γονιδιώματος.
Οι ερευνητές μελέτησαν δύο ομάδες εθελοντών, μια ομάδα περίπου 100 παχύσαρκων και μία ισάριθμη ομάδα ελέγχου. Και οι δύο ομάδες κατανάλωναν 600 θερμίδες λιγότερες τη μέρα, αλλά η πρώτη ομάδα επιπλέον ακολουθούσε μια συγκεκριμένη διατροφή, σύμφωνα με τα αποτελέσματα ενός γενετικού τεστ. Μετά από δύο χρόνια, οι άνθρωποι και στις δύο ομάδες είχαν χάσει κιλά, όμως όσοι ήταν στην πρώτη ομάδα και είχαν ακολουθήσει τις συνταγές της διατροφογενωμικής, έχασαν κατά μέσο όρο 33% παραπάνω βάρος και μάλιστα πολύ πιο γρήγορα, μέσα σε ένα έτος και όχι σε δύο. Αν κάτι ανάλογο επιβεβαιωθεί και σε μεγαλύτερες τυχαιοποιημένες δοκιμές, τότε ανοίγει ένα ελπιδοφόρο πεδίο στις στοχευμένες και πιο εξατομικευμένες δίαιτες. Μία πρώτη ένδειξη θα αποτελέσουν τα αναμενόμενα αποτελέσματα του ευρωπαϊκού προγράμματος Food4Me, στο πλαίσιο του οποίου 1.200 εθελοντές σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες κλήθηκαν να ακολουθήσουν είτε μια τυπική διατροφή, είτε μία διατροφή με βάση τα ευρήματα ανάλογων γενετικών τεστ.
Οι επικριτές της διατροφογενωμικής υποστηρίζουν ότι αρκεί να τρώνει κανείς υγιεινά, άσχετα με τα γονίδιά του. Όμως οι υποστηρικτές της αντιτείνουν ότι ακόμη και τα αποτελέσματα μιας υγιεινής διατροφής σε σημαντικό βαθμό θα εξαρτηθούν τελικά από το γενετικό υπόβαθρο του καθενός. Η δυσκολία πάντως, όπως αναγνωρίζουν, είναι να βγάλει κανείς νόημα από τις αναλύσεις των γενετικών τεστ και να δώσει τις σωστές διατροφικές συμβουλές. Από την άλλη, οι γενετικές έρευνες οδηγούν σταδιακά στην ανακάλυψη γονιδίων που επηρεάζουν τις γευστικές προτιμήσεις των ανθρώπων.
Η ομάδα του Δρ Πιράστου, όπως ανακοίνωσε, αναλύοντας το γονιδίωμα περίπου 4.000 ανθρώπων, ανακάλυψε 17 γονίδια, τα οποία προδιαθέτουν γενετικά κάποιον να του αρέσουν το μπρόκολο, το μπέικον, ο καφές ή το λευκό κρασί. Η πρόκληση από εδώ και πέρα θα είναι να αξιοποιηθούν αυτές οι γενετικές πληροφορίες, ώστε να δημιουργηθούν νέες τροφές ή νέοι τρόποι μαγειρέματος, ανάλογα με τις προσωπικές προτιμήσεις του καθενός, ώστε οι υγιεινές τροφές να γίνουν πιο γευστικές και έτσι οι άνθρωποι να τις προτιμούν. Αν, για παράδειγμα, κανείς σιχαίνεται το σπανάκι, σύμφωνα με τον Δρ Πιράστου, ο στόχος θα ήταν να βρεθεί μια ουσία που θα «καμουφλάρει» τη γεύση του.
Οι Ιταλοί ερευνητές ευελπιστούν ότι στο μέλλον η διατροφογενωμική όχι μόνο θα φέρει επανάσταση στην εξατομικευμένη υγιεινή διατροφή και στην καταπολέμηση της παχυσαρκίας, αλλά επίσης θα βοηθήσει -μέσω της κατάλληλης διατροφής- στην αποφυγή ασθενειών, όπως ο καρκίνος, η κατάθλιψη, ο διαβήτης και η υπέρταση.